παραγεμίζω — παραγεμίζω, παραγέμισα, παραγεμισμένος βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: παραγεμίζω : σπάνια η παθητική φωνή (παραγεμίζομαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… … Dictionary of Greek
παραγέμισμα — το [παραγεμίζω] 1. η ενέργεια τού παραγεμίζω, υπερπλήρωση 2. υλικό ή άρτυμα με το οποίο παραγεμίζεται το κυρίως φαγητό, γέμιση 3. μτφ. υπερβολική συσσώρευση, πληθώρα περιττών στοιχείων σε λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
διασάττω — (AM) παραγεμίζω, στουπώνω … Dictionary of Greek
εμπληθύνομαι — ἐμπληθύνομαι (Α) παραγεμίζω με κάτι … Dictionary of Greek
επιβύω — ἐπιβύω (AM) βουλλώνω, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»] … Dictionary of Greek
καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] … Dictionary of Greek
καταγγίζω — (AM) μσν. παραγεμίζω αρχ. χύνω μέσα στο αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ αγγίζω, μετ αγγίζω] … Dictionary of Greek
μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… … Dictionary of Greek